Monday, July 18, 2016

Ασφαλιστική μεταρρύθμιση, που καλύπτει μόνο δημοσιονομικούς στόχους και δεν προσαρμόζεται στα δεδομένα του 21ου αιώνα, δεν είναι βιώσιμη. Πρέπει να σταματήσουμε να βλέπουμε το ασφαλιστικό σύστημα σαν μηχανισμό αναδιανομής, και να το δούμε σαν εργαλείο ανάπτυξης, κοινωνικής και διαγενεακής δικαιοσύνης .. - ΣΕΒ

Δελτίο Τύπου  - Ο Πρόεδρος του ΣΕΒ κ. Θεόδωρος Φέσσας παραχώρησε συνέντευξη στο Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΜΠΕ), όπου αναλύει τις θέσεις του Συνδέσμου για τα εργασιακά.


Ακολουθεί στη συνέχεια το πλήρες κείμενο της συνέντευξης:

Δημοσιογράφος: Σε μία οικονομία που βιώνει βαθιά ύφεση και μία πρωτοφανή αποεπένδυση, πιστεύετε ότι θα κερδίσουμε το στοίχημα της ανάκαμψης και της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας με περαιτέρω «απορρύθμιση» της αγοράς εργασίας;

Θ.Φέσσας: Σας θυμίζω ότι στην Ελλάδα το εργασιακό περιβάλλον ήταν για δεκαετίες υπερ-ρυθμισμένο με προνόμια και δυσκαμψίες που εξυπηρετούσαν μεμονωμένα συντεχνιακά συμφέροντα και σίγουρα όχι τη διεθνή ανταγωνιστικότητα και εξωστρέφεια της οικονομίας. Οι μέχρι σήμερα αλλαγές στα εργασιακά είχαν σαν αποτέλεσμα τη μείωση μισθών, γεγονός αναπόφευκτο όταν το ΑΕΠ βυθίζεται τόσο πολύ και απότομα. H αγορά έπρεπε να προσαρμοστεί στους δημοσιονομικούς στόχους. Επί της αρχής, και εμείς δεν είμαστε ευχαριστημένοι με τους χαμηλούς μισθούς. Αλλά σε καιρούς κρίσης και με τον ιδιωτικό τομέα να πληρώνει το κόστος της κατάρρευσης της δημόσιας οικονομίας, οι χαμηλοί μισθοί βοήθησαν πολλές επιχειρήσεις που κινδύνευαν, να επιζήσουν. Με την έννοια αυτή συγκράτησαν και συγκρατούν ακόμη, χειρότερες εξελίξεις στο μέτωπο της ανεργίας και των λουκέτων στις επιχειρήσεις.
Οι καλύτεροι μισθοί, όπως και οι καλύτερες θέσεις εργασίας, χρειάζονται σοβαρές, βιώσιμες επενδύσεις. Εμείς υποστηρίζουμε ότι οι επενδύσεις μεγάλης κλίμακας θα βοηθήσουν τη χώρα να ανακάμψει και τις επιχειρήσεις μας να γίνουν ανταγωνιστικές διεθνώς. Συνεπώς, λέμε όχι στη συμπίεση μισθών και υποστηρίζουμε επενδύσεις που παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες διεθνώς ανταγωνιστικά, που δίνουν δουλειές και αιμοδοτούν τα δημόσια έσοδα.
Ο ΣΕΒ ανέκαθεν πρέσβευε να αποφεύγονται οι πρόσθετες ρυθμίσεις, οι «ελληνικές πατέντες», όπως έλεγε ένας προκάτοχός μου, πρώην πρόεδρος του ΣΕΒ. Άρα, η πρότασή μας είναι, καλές ευρωπαϊκές πρακτικές και ειλικρινής κοινωνικός διάλογος, προσαρμοσμένος στις ανάγκες της χώρας μας και όχι στις ανάγκες των επιμέρους συμφερόντων.

Δημοσιογράφος: Ποια είναι η θέση του ΣΕΒ για τις ομαδικές απολύσεις; Θεωρείτε ότι δεν είναι επαρκές το ισχύον πλαίσιο;

Θ.Φέσσας: Οι ομαδικές απολύσεις είναι ένα δυσάρεστο μέτρο που θα πρέπει να εφαρμόζεται με ιδιαίτερη μέριμνα και μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις διάσωσης, συγχώνευσης ή αναδιάρθρωσης επιχειρήσεων.
Η ευρωπαϊκή Οδηγία για τις ομαδικές απολύσεις εφαρμόστηκε στη χώρα μας με την ελληνική πατέντα να παρεμβάλλεται το υπουργείο Εργασίας, το οποίο εγκρίνει ή όχι αυτές τις αποφάσεις. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην Ευρώπη. Από τότε που νομοθετήθηκε το μέτρο αυτό, σχεδόν όλοι οι υπουργοί αρνήθηκαν να συναινέσουν, ακόμη και στις λίγες περιπτώσεις που υπήρχε αμοιβαία κατανόηση εργοδοσίας-εργαζομένων. Το αποτέλεσμα; Οι εταιρείες που είχαν κάνει σχετική αίτηση έβαλαν λουκέτο. Δεν επιτεύχθηκε ποτέ ο στόχος, δηλαδή να επιβιώσει τουλάχιστον ένα μέρος της επιχείρησης.
Συνεπώς, επί της αρχής καλό είναι να υιοθετηθούν οι ευρωπαϊκές Οδηγίες ως έχουν και να εστιάσουμε την προσοχή μας στις μεταρρυθμίσεις εκείνες που θα προσελκύσουν σοβαρές επενδύσεις, οι οποίες με τη σειρά τους θα δημιουργήσουν καλές θέσεις εργασίας.


Δημοσιογράφος: Το λοκ άουτ, αν και δεν ισχύει στην πλειονότητα των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών, είναι ακόμη ένα ζήτημα που έχει τεθεί στον δημόσιο διάλογο για τα εργασιακά. Είστε υπέρ της εφαρμογής του στην Ελλάδα; Επίσης, έχετε ταχθεί δημοσίως υπέρ της αλλαγής του συνδικαλιστικού νόμου. Ποια είναι τα σημεία που θέλετε να αλλάξουν;


Θ.Φέσσας: Γίνεται πολύς θόρυβος, χωρίς να βλέπουμε την ουσία των πραγμάτων. Το λοκ άουτ παίρνει υπερβολικές διαστάσεις στην πολιτική ατζέντα, χωρίς να μπορεί να προσφέρει πολλά πράγματα σε μία επιχείρηση. Οπωσδήποτε, είναι ένας τρόπος άμυνας απέναντι σε καταχρηστικές απεργίες, αλλά δεν είναι η λύση. Οι ρυθμίσεις σχετικά με τις απεργίες και ο συνδικαλιστικός νόμος πάσχουν σε άλλα σημεία, που πρέπει να προταχθούν ως προτεραιότητες στην επικείμενη διαπραγμάτευση, όπως είναι η υπερβολική προστασία των συνδικαλιστών, οι συνδικαλιστικές άδειες και η καταβολή της αμοιβής τους από τον εργοδότη, καθώς και θέματα σχετιζόμενα με την αντιπροσωπευτικότητα. Αυτά είναι τα ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν κατά προτεραιότητα.

Δημοσιογράφος: Mνημονιακές ρυθμίσεις, όπως η κατάργηση της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία μέσω του ΟΜΕΔ, ακυρώθηκαν από το ΣτΕ. Γιατί επιμένετε να ζητάτε την επανεξέταση του θεσμού της διαιτησίας;

Θ.Φέσσας: Η ελευθερία των συλλογικών διαπραγματεύσεων νοθεύεται δραστικά στην Ελλάδα από τη λειτουργία του συστήματος υποχρεωτικής διαιτησίας. Στην υποχρεωτική διαιτησία προσφεύγει ένα από τα δύο μέρη, χωρίς τη συγκατάθεση του άλλου, όταν αποτύχουν, ουσιαστικά ή τεχνητά, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις. Και λέω τεχνητά, γιατί η μία πλευρά μπορεί εσκεμμένα να προκαλέσει ναυάγιο των διαπραγματεύσεων, όταν γνωρίζει ότι ο διαιτητής θα της δώσει περισσότερα από ότι θα μπορούσε ποτέ να διαπραγματευθεί με τον εργοδότη, πράγμα που συμβαίνει κατά κόρον στην ελληνική πραγματικότητα.

Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ILO) κρίνει ότι η υποχρεωτική διαιτησία είναι αντίθετη προς τις διεθνείς συμβάσεις εργασίας. Τα αρμόδια όργανατου ILO έχουν κρίνει ότι η ελληνική υποχρεωτική διαιτησία είναι αντίθετη προς την ελευθερία των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Βέβαια, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε το 2014 ότι το κράτος είναι υποχρεωμένο από το Σύνταγμα να εγκαταστήσει έναν μηχανισμό υποχρεωτικής διαιτησίας, με στόχο την προστασία τής κοινωνικής ειρήνης. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι πρέπει να αναπαράγεται το μοντέλο του παρελθόντος. Παράλληλα, οι βελτιωτικές ρυθμίσεις που έγιναν μετά την απόφαση του ΣτΕ δεν έχουν ακόμη ελεγχθεί στην πράξη και είμαστε πολύ επιφυλακτικοί ότι δεν θα αποφύγουμε τελικά μεροληπτικές αποφάσεις, όπως στο παρελθόν. Στο ζοφερό σημερινό κλίμα, τέτοιες αποφάσεις μπορεί να εκτινάξουν στα ύψη τα μισθολογικά κόστη των επιχειρήσεων, επιτείνοντας τα προβλήματα επιβίωσης μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων και αποθαρρύνοντας τους επενδυτές να βάλουν τα χρήματά τους στη χώρα μας.

Δημοσιογράφος: Για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τον κατώτατο μισθό. Συμφωνείτε να επανέλθει η διαμόρφωσή τους στα χέρια των κοινωνικών εταίρων;

Θ.Φέσσας: Αίτημα του ΣΕΒ, όπως και της ΓΣΕΕ, είναι να καθορίζεται ο κατώτατος μισθός με την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ). Οι κοινωνικοί εταίροι έχουν πάρει τα μαθήματά τους από το παρελθόν στο πεδίο αυτό και διαπίστωσαν -εκ των υστέρων- ότι οι γενναίες αυξήσεις, που δόθηκαν στα χρόνια της ευφορίας, χωρίς προσεκτική μελέτη των οικονομικών στοιχείων, υπονόμευσαν την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων. Όσο η χώρα μας βρίσκεται σε πρόγραμμα, είναι πιθανόν να μην είναι εφικτή η επαναφορά της ΕΓΣΣΕ. Θα μπορούσε, όμως, κατ' ελάχιστον να απλοποιηθεί η διαδικασία καθορισμού κατώτατου μισθού (που έχει προβλεφθεί νομοθετικά) και να μειωθεί ο αριθμός των εμπλεκομένων στη διαβούλευση. Η εκπροσώπηση των κοινωνικών εταίρων να είναι από αυτούς τους φορείς που υπογράφουν την ΕΓΣΣΕ. Όσον αφορά στα υπόλοιπα θέματα των εργασιακών σχέσεων, η πρόταση του ΣΕΒ είναι να υπερισχύουν οι συλλογικές συμβάσεις στο επίπεδο της επιχείρησης.

Δημοσιογράφος: Εννοείτε και τις ΔΕΚΟ;

Θ.Φέσσας: Όχι. Οι θέσεις αυτές αφορούν μόνο στον ιδιωτικό τομέα και αφήνουν εκτός τους δημοσίους υπαλλήλους και τους εργαζόμενους στις ΔΕΚΟ. Και αναφέρω χωριστά τις ΔΕΚΟ, γιατί τυπικά μόνον λειτουργούν με βάση τους κανόνες τους εργατικού δικαίου του ιδιωτικού τομέα. Στην πράξη, τα πράγματα στις ΔΕΚΟ έχουν ξεφύγει τα τελευταία 30 χρόνια. Αντιμετωπίστηκαν στις περισσότερες περιπτώσεις σαν εκλογική λεία, με τις διοικήσεις να εμπλέκονται στα συστήματα κομματικής πελατείας. Παρά τις ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, οι επιχειρήσεις αυτές διοικήθηκαν προς όφελος των μεμονωμένων ομάδων και όχι του συνόλου των πολιτών. Η συνήθης ισορροπία συμφερόντων μεταξύ εργοδοσίας και εργαζομένων έχει διαταραχθεί, επομένως εκεί χρειάζονται ειδικές ρυθμίσεις που τις υπαγορεύει το δημόσιο συμφέρον, όπως, επίσης, ειδικές μεταβατικές ρυθμίσεις όταν τέτοιες επιχειρήσεις εισέρχονται στον αμιγώς ιδιωτικό τομέα μετά από αποκρατικοποίηση.

Δημοσιογράφος: Τελικά πιστεύετε ότι με κατώτατο μισθό 586 ευρώ μπορεί να επιβιώσει μία οικογένεια σήμερα;

Θ.Φέσσας: Η αλήθεια είναι ότι το κατώτατο όριο είναι χαμηλό σε σχέση με το μέσο επίπεδο διαβίωσης, που όλοι επιθυμούμε να υπάρχει στη χώρα μας. Τα 586 ευρώ δεν αρκούν για την επιβίωση μίας οικογένειας. Παρόλα αυτά, για το ένα εκατομμύριο ανέργους, ασφαλώς, θα ήταν καλύτερο να έχουν μία χαμηλή αμοιβή, αντί να ζουν έναν παρατεταμένο εφιάλτη. Θέσεις εργασίας για τους ανέργους και αυξήσεις αμοιβών για τους εργαζόμενους μπορούν να έλθουν μόνο όταν αρχίσει να αναπτύσσεται πάλι ο ιδιωτικός τομέας. Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε οι επιχειρήσεις και οι φορείς εκπροσώπησής τους.

Δημοσιογράφος: Πιστεύετε ότι η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού είναι βιώσιμη; Είδαμε ότι ο ΣΕΒ συναίνεσε στην πρόσκαιρη αύξηση των εργοδοτικών εισφορών, σας βρίσκει, όμως, σύμφωνους το νέο πλαίσιο, συνολικά;

Θ.Φέσσας: Ασφαλιστική μεταρρύθμιση, που καλύπτει μόνο δημοσιονομικούς στόχους και δεν προσαρμόζεται στα δεδομένα του 21ου αιώνα, δεν είναι βιώσιμη. Πρέπει να σταματήσουμε να βλέπουμε το ασφαλιστικό σύστημα σαν μηχανισμό αναδιανομής, και να το δούμε σαν εργαλείο ανάπτυξης, κοινωνικής και διαγενεακής δικαιοσύνης. Αυτοί που πληρώνουν σήμερα δεν μπορούν να ζουν με την αβεβαιότητα ότι δεν θα πάρουν σύνταξη αύριο σε μία κοινωνία με υψηλή ανεργία, ήδη υψηλές εισφορές, που γερνά γρήγορα. Δυστυχώς, το σύστημα εξακολουθεί να αμείβει όσους το δημιούργησαν, προνομιούχους εντός των τειχών και όχι όσους εργάζονται ή θέλουν να βρουν δουλειά. Φορτώνουμε στην πλάτη της γενιάς της κρίσης ένα άδικο ασφαλιστικό σύστημα. Έγιναν περικοπές με μία λογική της δεκαετίας του '50, ενώ σε κάθε ανεπτυγμένη χώρα, κυβερνήσεις και εταίροι συζήτησαν διεξοδικά, πριν καταλήξουν σε μικτά συστήματα. Φοβάμαι ότι αν δεν δούμε συνταρακτικές αλλαγές στην οικονομία, ίσως χρειαστεί και άλλη «μεταρρύθμιση» σε 2-3 χρόνια.


Σε ό,τι αφορά στον ΣΕΒ, οι μεγάλες επιχειρήσεις άρχισαν, ήδη, να νιώθουν την επίδραση των συνεπειών. Δεν είναι μόνο, πλέον, οι άνεργοι νέοι που προσανατολίζονται στο εξωτερικό για δουλειά. Είναι και τα πιο άξια υψηλόβαθμα στελέχη, που έχουν σημαντικούς μισθούς στην Ελλάδα. Με τον σημερινό συνδυασμό εισφορών και φόρων, με την έλλειψη παροχών και συντάξεων από το κράτος, με τις χαμηλής ποιότητας υπηρεσίες, σημαίνει ότι από την αμοιβή για πέντε μέρες δουλειάς, οι τρεις και πλέον πηγαίνουν στο κράτος, με ελάχιστη απτή ανταπόδοση. Πριν να είναι αργά, ένας νέος κύκλος κοινωνικού διαλόγου πρέπει να ξεκινήσει.

πηγή  http://www.sev.org.gr/